Η ΓΟΡΓΟΝΑ - ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ
Μέ τό μπρίκι τού καπετάν Φαράοη αρμένιζα μιαοκάναλα εκείνη ι ή νύχτα.
Σπάνια νύχτα! πρώτη καί τελευταία θαρρώ στή ζωή μου. Τί είχαμε
φορτωμένο; Τί άλλο άπό σιτάρι. Πού πηγαίναμε; Πού αλλού από τόν Πειραιά.
Πράματα καί τά δυό πού τά έκαμα τό λιγότερο
εϊκοσι φορές. Μά εκείνη
τη βραδιά ένιωθα τέτοιο πλάκωμα στήν ψυχή, πού κινδύνευα νά λιγοθυμήοω.
Δέν ξέρω τί μού έφταιγε· θες ή γαληνεμένη θάλασσα, θες ό ξάστερος
ουρανός, θες τό τσουχτερό λιοπύρι· δέν μπορώ νά ειπώ. Μά είχα τόοο βαριά
την ψυχή, ήβρεσκα τόσο σαχλοπλημμυριαμένη τή ζωή, πού άν μέ άρπαζε
κανείς νά μέ ρίξει στό νερό, «οχι!» δέ θά 'λεγα.