Ι.ΜΗΤΡ.Ν.ΖΗΛΑΝΔΙΑΣ-ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ
Μιά συγκλονιστική ἐμπειρία.
Τό πλοῖο γεμᾶτο ἀπό ἐπιβάτες, λευκούς τουρίστες καί σκούρους
ἰθαγενεῖς, πού οἱ πρῶτοι πήγαιναν γιά παραθερισμό καί οἱ ἄλλοι γύριζαν
μέ τά ψώνια ἀπό τήν Νάντη. Καπετάνιος καί πλήρωμα ὅλοι ἰθαγενεῖς, ἄρτια
ὀργανωμένοι καί μέ πολύ καλούς τρόπους.
Καμαρώναμε σέ κάθε νησί τίς γραφικές μαοῦνες πού χορεύοντας ἐπάνω στά
κύματα πλεύριζαν στό πλοῖο γιά νά φέρουν καί νά πάρουν ἐπιβάτες καί
ἀποσκευές.Νόμιζα ὅτι αὐτό γινόταν στά μικρά νησιά καί ὅτι στό δικό μας
πού ἦταν μεγαλύτερο, ὅπως φαινόταν στόν χάρτη, θά ὑπῆρχε κάποια ἀποβάθρα
γιά νά πλευρίσῃ τό πλοῖο. Ἀντί αὐτοῦ εἴδαμε καί ἐδῶ τίς μαοῦνες νά
ἔρχονται μέ τόν ἴδιο τρόπο νά παίρνουν καί νά ἀφήνουν ἐπιβάτες καί
ἀποσκευές καί νά φεύγουν τρέχοντας πρός τήν ἴδια κατεύθυνση. Πήγαιναν
στήν Γιασάουα Ἴρα ρά.
Κατεβήκαμε σέ μιά ἀπό αὐτές ἀκολουθώντας τήν
ἴδια πορεία μέ τίς
προηγούμενες. Ἡ δικιά μας βάρκα ἦταν πιό ἀργοκίνητη κι ἔτσι δέν βλέπαμε
τίς ἄλλες πού εἶχαν ξεπεράσει τόν κάβο. Εἴμασταν μέσα ὀκτώ ἄτομα. Ὅσο
προχωρούσαμε τόσο ὁ νομιζόμενος Εἰρηνικός ὠκεανός ἄρχισε νά μᾶς δείχνῃτό
πραγματικό του πρόσωπο.
Ὁ ἀέρας ἄρχισε νά φυσᾶ μέ ὁρμή καί τά
κύματα τῆς θάλασσας νά φουσκώνουν
ἐπικίνδυνα καί κυριολεκτικά νά οὐρλιάζουν κτυπώντας ἀλύπητα στά πλευρά
τῆς βάρκας μας καί περιλούοντάς μας μέ τό ἁλμυρό περιεχόμενό τους. Στήν
ἀρχή τό διασκεδάζαμε. Ὅταν ὅμως εἴδαμε ὅτι περνούσαμε τόν ἕνα κάβο μετά
τόν ἄλλο καί λιμάνι πουθενά δέν φαινόταν ἀρχίσαμε νά ἀνησυχοῦμε.
Ἀπό τό πολύ ἁλμυρό νερό τά μάτια μας μᾶς ἔτσουζαν ἀφόρητα καί δέν
μποροῦσα νά κοιτάξω μπροστά, μήπως ἀπό τήν μικρή μου πεῖρα θά μποροῦσα
νά ἔλεγα κάτι στόν βαρκάρη νά τόν ὑποβοηθήσω. Καί αὐτός δέν μποροῦσε νά
ἔχῃ καθαρή εἰκόνα γι’αὐτό καί κάθε τόσο ἅπλωνε τήν χερούκλα του γιά νά
παίρνῃ ἀπό τά μάτια του τό νερό.
Τώρα πιά εἴμασταν σέ πέλαγος
πού ὑποχρεωτικά θά ἔπρεπε νά τό περάσουμε
γιά νά φθάσουμε στήν ἀπέναντι ἀκτή πού ὑποπτευόμουν πώς ἐκεῖ εἶναι τό
λιμάνι καί τό χωριό γιά τό ὁποῖο προοριζόμαστε. Ἄρχισα νά ἀνησυχῶ. Ἡ
μόνη καταφυγή σέ παρόμοιες περιστάσεις εἶναι ἡ προσευχή. Ἔψαλλα μυστικά
τήν Παράκληση τῆς Παναγίας μας πιστεύοντας πώς δέν θά μᾶς ἀφήσῃ
ἀπροστάτευτους. «Πρός τίνα καταφύγω ἄλλην Ἁγνήν; Ποῦ προσδράμω λοιπόν
καί σωθήσομαι; Ποῦ πορευθῶ; Ποίαν δέ ἐφεύρω καταφυγήν;».
Πλησιάσαμε
μέ πολλή προσπάθεια στήν παραλία. Οὔτε λιμάνι οὔτε χωριό.
Χρειάστηκε νά περάσουμε πολλούς ἀκόμη κάβους γιά νά ἀκούσουμε ἀπό τήν
Πρεσβυτέρα Λυδία ὅτι πίσω ἀπό τόν ἑπόμενο κάβο ἦταν τό χωριό. Ὅμως δέν
ἦταν αὐτό ἀλλά τό μεθεπόμενο.
Μετά 4 ὧρες ἀγώνα μέ τά κύματα φθάσαμε ἐπιτέλους στό τέλος τοῦ
ταξιδιοῦ. Βγήκαμε ἀπό τήν βάρκα μισοκολυμβῶντας γιατί δέν ὑπῆρχε οὔτε
ἀποβάθρα οὔτε σανίδι. Μόνο μιά πεντακάθαρη ἀμμουδιά πού τήν σκεπάζουν
βαθύσκια δένδρα.
Αὐτό εἶναι τό χωριό τῆς νεοφώτιστης Σωφρονίας μας.
Νομίζω πώς γιά χάρη
της, τῆς οἰκογενείας της καί τῶν τριακοσίων συγχωριανῶν της πού μέ
ἰδιαίτερη χαρά καί τιμή μᾶς καλωσώρισαν καί μᾶς φιλοξένησαν ἄξιζε τόν
κόπο νά γίνῃ τό κοπιαστικό αὐτό ταξίδι. Ἡ Ὀρθοδοξία πάτησε τό πόδι της
καί στό ἀπόμερο αὐτό νησί τοῦ Εἰρηνικοῦ. Ἄς εἶναι δοξασμένο τό Ὄνομα τοῦ
Κυρίου.
Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἔνεκεν.